1 ἀνομβρέω
πηγή Ph.2.91
ὥσπερ ἀπὸ γῆς τῆς αἰσθήσεως -ησάντων παθῶν 1.575
ὕδωρ 2.115
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνομβρέω